Μια μέρα ήρθε στο χωριό γυναίκα ταραντούλα
κι όλοι τρέξαν να τη δουν.
άλλος της πέταξε ψωμί
κι άλλοι της ρίξαν πέτρα
απ' την ασχήμια να σωθούν.

Κι ένα παιδί της χάρισε ένα κόκκινο λουλούδι,
ένα παιδί
Ένα παιδί της ζήτησε να πει ένα τραγούδι,
ένα παιδί

Κι είπε ποτέ σου μην τους πεις
τι άσχημοι που μοιάζουν,
αυτοί που σε σιχαίνονται
μα στέκουν και κοιτάζουν.

Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς
τον άλλον μες τα μάτια,
γιατί καθρέφτης γίνεσαι
κι όλοι σε σπαν' κομμάτια.

Μια μέρα ήρθε στο χωριό
άγγελος πληγωμένος.
Τον φέρανε σε ένα κλουβί
κι έκοβε εισιτήριο ο κόσμος αγριεμένος,
την ομορφιά του για να δει.

Κι ένα παιδί σαν δάκρυ ωραίο αγγελούδι,
ένα παιδί
Ένα παιδί του ζήτησε να πει ένα τραγούδι,
ένα παιδί

Κι είπε αν θέλεις να σωθείς
από την ομορφιά σου,
πάρε τσεκούρι και σπαθί
και κόψε τα φτερά σου.

Κι είπε ποτέ σου μην κοιτάς
τον άλλο μες τα μάτια,
γιατί καθρέφτης γίνεσαι
κι όλοι σε σπαν' κομμάτια.






Ξημερώματα στον σταθμό των τραίνων με μια βαλίτσα στο χέρι και μια καρδιά γεμάτη όνειρα, γεμάτη ελπίδα! Καινούργια αρχή, διαφορετική ζωή, νέες προσδοκίες! Η βαλίτσα είναι βαριά αλλά δεν με ενοχλεί...ούτε που την αισθάνομαι! Είναι τόσο ανάλαφρη η ψυχή μου που αντισταθμίζει και με το παραπάνω το υπερβολικό βάρος της τιγκαρισμένης βαλίτσας μου. Και τι δεν χώρεσα εκεί μέσα! Μια ζωή; Μια ολόκληρη ζωή αναμνήσεων, ένα γεμάτο παρελθόν απο συγκινήσεις! Στέκομαι στην μέση της αίθουσας παραζαλισμένη απο την κινητικότητα που επικρατεί στον χώρο. Ψάχνω με το βλέμμα μου μια γωνιά για να αράξω μέχρι να έρθει η ώρα της επιβίβασης. Ένας νεαρός βλέποντας την παραφορτωμένη βαλίτσα μου προθυμοποιείται να μου παραχωρήσει την θέση του. Στιγμιαία σκέφτομαι πως ακόμα υπάρχει ευγένεια στους ανθρώπους. Ελπιδοφόρο! Αδειάζω τον εαυτό μου στην θέση που μου δόθηκε και αφήνω την βαλίτσα μου στα πόδια μου. Κοιτάζω το ρολόι μου. Έχω μια ώρα μπροστά μου μέχρι να φτάσει η στιγμή της αναχώρησης. Ενστικτωδώς ψάχνω στις τσέπες μου για το πολυπόθητο εισιτήριο. Με ανακούφιση διαπιστώνω πως δεν το έχω ξεχάσει πάνω στην φούρια μου. Έχω λοιπόν το εισιτήριο στην τσέπη μου και μια βαλίτσα γεμάτη...."όνειρα"
"Σκανάρω" βιαστικά την αίθουσα. Τόσοι άνθρωποι μαζεμένοι στον ίδιο χώρο. Τόσοι άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι που ζουν παράλληλα με εμένα και που οι ζωές μας με τους περισσότερους ίσως να μην διασταυρώθηκε ποτέ. Άνθρωποι που έρχονται και άλλοι που φεύγουν. Μοιραία συναντηθήκαμε στο ίδο μέρος χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε ένα βλέμμα τις περισσότερες φορές. Άνθρωποι που μέχρι χθες αγνούσα την ύπαρξη τους. Με απορροφά για λίγο αυτό το συνοθύλευμα των ατόμων που εναλλάσσεται με ταχύτητα μπροστά μου. Και ύστερα η σκέψη μου επιστρέφει στα δικά μου. Φεύγω! Δυσκολεύομαι και εγώ να το πιστέψω. Το εισητήριο όμως που κρατάω στα χέρια μου είναι αδιάψευστο στοιχείο της οριστικής μου απόφασης. Πόσο θα ήθελα να τραγουδίσω δυνατά "φεύγω και αφήνω πίσω μου συντρίμμια..." Αρκούμαι όμως στην εσωτερική μου φωνούλα που είναι υποφερτή στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον! Μια καινούργια αρχή! Πόσο αναζωγονητικό είναι το συναίσθημα που μου προσδίδει. Νιώθω πως ξαναγεννιέμαι. Ο θόρυβος της πολυκοσμίας επανέρχεται στα αυτιά μου. Η γλυκιά φωνή της υπαλλήλου μας ενημερώνει απο τα μεγάφωνα για την άφιξη της αμαξοστοιχίας που θα με οδηγήσει στην νέα μου ζωή. Σηκώνομαι απο την θέση μου και αρπάζω βιαστικά την βαλίτσα απο το πάτωμα. Με γρήγορο βηματισμό κατευθύνομαι προς την έξοδο. Εκεί το βλέμμα μου διασταυρώνεται με την ματιά του ευγενικού νεαρού. Μου χαμογελάει. Τον πλησιάζω και με εκπληξη ανακαλύπτω πως απο το κινητό του ακούγεται το τραγούδι του Α. Βαρδή Φεύγω. Ένα πλατύ χαμόγελο σκαρφαλώνει στα χείλη μου!!!








Ένιωθε σαν ενεργό ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί! Σαν ένα καζάνι που είχε υπερθερμανθεί και ήταν έτοιμο να σκάσει! Ήθελε να φωνάξει με όλη την δύναμη της καταπιεσμένη της ψυχής ΦΤΑΝΕΙ! Δεν άντεχε άλλο, δεν μπορούσε πια! Ασφυκτιούσε! Τα πάντα την έπνιγαν, την στεναχωρούσαν! Μέρες τώρα ένιωθε αυτό το συναίσθημα να θεριεύει μέσα της όλο και πιο πολύ! Το πρωί που ξύπνησε και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέπτη κατάλαβε πως είχε επέλθει το πλήρωμα του χρόνου πως η στιγμή που χρόνια φοβόταν και στην σκέψη της μόνο είχε φτάσει. Μόνο που δεν ένιωσε φόβο αλλά μια ανεξήγητη δύναμη που την έσπρωχνε με ένα διαολεμένο σθένος! Κοιτάχτηκε για άλλη μια φορά στον καθρέπτη. Απέναντι της έβλεπε μια γυναίκα σαρανταπέντε χρόνων ατημέλητη με θαμπά καστανά μάτια και μακριά αχτένιστα μαύρα μαλλιά! Αναπήδησε ξαφνιασμένη! Δεν θυμόταν έτσι τον εαυτό της! Την τελευταία φορά που είχε κοιτάξει το είδωλο της στον καθρέπτη και το είχε ουσιαστικά δει ήταν μια κοπέλα γεμάτη ενέργεια και αγάπη για την ζωή! Ένα γλυκό πλάσμα με τρυφερά κόκκινα χείλη και εκφραστικό ζεστό βλέμμα! Μια νεαρή γυναίκα όλο πάθος και φλόγα που διαπερνούσε όλο το κορμί της δίνοντας της φτερά και μια γοητεία που παρέσερνε όποιον την πρόσεχε! Ποιόν ήταν λοιπόν αυτό το στραγγισμένο αποκύημα; Που είχε πάει όλη η ομορφιά της; Ποιο ύπουλο και υποχθόνιο ον είχε ρουφήξει την νιότη και την δροσιά της. Που ήταν η Αντιγόνη που ήξερε και θυμόταν; Και κυρίως που αγαπούσε; Γιατί αυτό το πλάσμα που έβλεπε μπροστά της δεν το αγαπούσε της ήταν παντελώς αδιάφορο. Δεν της γεννούσε κανένα απολύτως συναίσθημα. Σαν να μην υπήρχε σαν να ήταν νεκρό! Τρόμαξε με την ίδια της την διαπίστωση! Ήταν λοιπόν νεκρή; Γι’αυτό δεν ένιωθε τίποτα; Δεν ζητούσε τίποτα; Δεν ευχόταν τίποτα; Μα τι στο καλό ήταν; Δεν άργησε να έρθει η απάντηση στο μυαλό της. Σύζυγος, μητέρα, νοικοκυρά! Ιδιότητες που τις γνώριζε καλά! Τις είχε εμπεδώσει. Είχαν γίνει ένα με το πετσί της. Κάτι όμως έλειπε, κάτι ουσιαστικό για την ύπαρξη της! Η ιδιότητα της γυναίκας! Μια αναπάντεχη λάμψη διαπέρασε το βλέμμα της! Σαν να ξυπνούσε από χρόνιο λήθαργο άρχισε να νιώθει σιγά σιγά το σώμα της και η αίσθηση αυτή την αιφνιδίασε! Έφερε το χέρι της στο πρόσωπο της. Η επιδερμίδα της ήταν χλομή και άτονη! Χάιδεψε απαλά το μάγουλο της! Η Αντιγόνη ήταν εκεί και περίμενε να την βγάλει και πάλι στην επιφάνεια, να την αναδείξει, να την αγαπήσει ξανά! Πήρε μια βαθιά ανάσα και άφησε το συναίσθημα της αυτοπεποίθησης να την πλημμυρίσει! Πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από τα μαλλιά της και διαπίστωσε με χαρά πως ήταν ακόμα μεταξένια! Είχε λοιπόν ελπίδες! Η Αντιγόνη των είκοσι και εικοσιπέντε χρόνων δεν ήταν δυνατόν να ξανάρθει μπορούσε όμως να βρει μια νέα Αντιγόνη εξίσου όμορφη και γοητευτική πιο ώριμη όμως και πιο έμπειρη. Και η ομορφιά αυτή είχε την δική της χάρη! Χαμογέλασε λοιπόν στον εαυτό της για πρώτη φορά μετά από χρόνια και με αναπτερωμένο ηθικό ξεκίνησε για την αλλαγή που καιρό περίμενε αλλά δεν εύρισκε το κουράγιο να πραγματοποιήσει!








Να ‘χε γνωρίσει έναν Αρίστο που δε θ’ ανήκε σε κάποια άλλη;

Και τι θα γινότανε αν τον ακολουθούσε και ο έρωτας έσβηνε σιγά σιγά κι η Στέλλα γινότανε μια ακόμη νοικοκυρούλα που δε θα ‘χε χρόνο να ‘ναι διαφορετική;

Ή αν ο Αρίστος μετά από λίγο σταματούσε να τραγουδάει και να μιλάει για έρωτα κι άρχιζε να της μιλάει μοναχά για τη δουλειά του, ενώ αυτή θα λαχταρούσε τα λόγια, τις ματιές, τις αγκαλιές και τα φιλιά του πρώτου τους έρωτα;

Και αν δεν είχε γνωρίσει κανέναν Αρίστο;

Κανέναν έρωτα, κανένα παραμύθι; Τι θα ‘ταν τώρα; Ίσως θα ‘χε παντρευτεί κάποιον άλλο, δε θα ‘χε συναντήσει πουθενά τα όνειρα που έκανε παιδούλα, θα τα ‘χε προ πολλού ξεχάσει, δε θα τα αναζητούσε καν….

Και θα ‘τανε μια άλλη Στέλλα.

Ή θα ‘ταν πάλι μόνη της, απλά να γερνάει και να σκέφτεται με ακόμη μεγαλύτερο καημό ότι ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δε λάτρεψε και δε λατρεύτηκε, δε στέναξε, δεν έκλαψε από αυτό το γλυκό, σαν ζεστό αίμα, πόνο του έρωτα, που σε στέλνει κατευθείαν στα πιο βαθιά σου τρίσβαθα.









Έφυγα χωρίς αντίο. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου δίχως να σκεφτώ τίποτα, χωρίς έννοια καμιά. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν η ελευθερία μου. Κοίταξα το σπίτι που μέσα σ' αυτό δέκα ολόκληρα χρόνια έθαβα την ζωή μου! Καμιά πικρία! Μόνο ένα αίσθημα αχαλίνωτης επιθυμίας να τρέξω όσο το δυνατόν πιο μακριά απ' αυτό λες και φοβόμουν μην βγάλει χέρια και με φυλακίσει τώρα που επιτέλους βρήκα το κουράγιο να δραπετεύσω. Περπάτησα πολύ, τόσο που τα πόδια μου δεν με υπάκουαν πια. Σταμάτησα μόνο όταν αισθάνθηκα σίγουρη πως δεν κινδύνευα να ολιγωρήσω και σε μια στιγμή αδυναμίας ναπάρω τον δρόμο της επιστροφής. Βρήκα μια παμπ και μπήκα μέσα. Παρά το προχωρημένο της ώρας οι θαμώνες ήταν λίγοι γεγονός που με ανακούφισε γιατί παρόλη την επιθυμία μου για ένα ποτό δεν ήθελα να πέσω πάνω σε κάποιον γνωστό που αναπόφευκτά θα άρχιζε τις ίδιες κλασσικές ερωτήσεις του τύπου "Πώς και βγήκες μόνη; Που είναι ο Χ; Πάντα μαζί δεν βγαίνετε;" Κάθισα στο μπαρ και κοίταξα γύρω μου. Κανένας γνωστός ευτυχώς. Ο μπάρμαν, ένας ψηλός μυώδης τύπος, μελαχρινός με ένα κολλητό μαύρο μπλουζάκι που τόνιζε τις γραμμές του σώματος του και που οι περισσότερες γυναίκες θα τον γλυκοκοιτούσαν με είδε και μου χάρισε ένα προκλητικό χαμόγελο γεμάτο υποσχέσεις για μια αξέχαστη νύχτα. Ίσως σε κάποια άλλη στιγμή της ζωής μου να κολακεύουν απο αυτό το χαμόγελο, όχι όμως σήμερα. Φαίνεται πως πρόσεξε και ο ίδιος την παγερή ανταπόκριση μου και το παιχνιδιάρικο ύφος του εξαφανίστηκε. Ήρθε προς το μέρος μου και χωρίς να με κοιτάει πράγμα που αποδείκνυε την περιφρόνηση του με ρώτησε τι θα πάρω. " Μια βότκα. Σκέτη." Συμπλήρωσα πριν προλάβει να με ρωτήσει. Εκείνος γύρισε στα ποτά του και εγώ στις σκέψεις μου. Δέκα ολόκληρα χρόνια! Μια ολόκληρη ζωή!! Θεέ μου πόσο γρήγορα πέρασαν αλλά και πόσο βασανιστικά αργά! Όλη μου η ζωή ένα τίποτα, ένα κενό, μια συνεχόμενη απουσία! Μια γενικότερη απουσία! Απουσία γέλιου, απουσία χαράς, απουσία αγάπης, ενδιαφέροντος, γαλήνης, ηρεμίας, αισιοδοξίας, όρεξης για ζωή! Γιατί άργησα τόσο να βρω το κουράγιο να φύγω; Τι με κρατούσε; Μήπως η αγάπη μου για εκείνον; Για ποια αγάπη μιλάω; Υπήρξε άραγε αγάπη ή την φαντάστηκα εγώ; Μπέρδεψα την αγάπη με την συνήθεια; Είναι δυνατόν; Ο μπάρμαν ήρθε και πάλι προς το μέρος μου και μου άφησε το ποτήρι με την βότκα και ένα μπολάκι με ξηρούς καρπούς. Μου έριξε ένα πλάγιο βλέμμα και με έκανε να αναρωτηθώ για την εντύπωση που του είχα δημιουργήσει. " Θέλεις τίποτε άλλο;" Με ρώτησε. - Ναι να με αφήσεις ήσυχη. Πρώτη φορά βλέπεις γυναίκα να κάθεται μόνη της στο μπαρ; - " όχι ευχαριστώ" απάντησα μόνο. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και απομακρύνθηκε. Πήγε κοντά σε μια παρέα νεαρών αντρών που μόλις είχε έρθει. Πήρα το ποτήρι με την βότκα και ήπια μια γερή γουλιά. Ένιωσα τον οισοφάγο μου να καίγεται. Κάποια άλλη στιγμή θα απομάκρυνα το ποτήρι αηδιασμένη και με δάκρυα στα μάτια απο το τσούξιμο στο λαρύγγι μου. Εκείνη την στιγμή όμως ένιωθα το καύσιμο σαν μια αντίδραση που έβγαινε απο τα βάθη της ψυχής μου και το είχα τόση ανάγκη! Τελείωσα το ποτό μου χωρίς να το καταλάβω. Λίγο οι σκέψεις μου, λίγο η ανάγκη μου να ξεθυμάνω κάπου σταμάτησαν τον χρόνο. Θα παρήγγειλα ακόμα μια βότκα αν δεν κάθονταν δίπλα μου ένας παράξενος τύπος που έμοιαζε με μαστουρωμένος. Μπορεί και να ήταν! Ζήτησα αμέσως τον λογαριασμό. Ο μπάρμαν ήρθε κοντά μου και αφού μου χάρισε ένα σαρδόνιο χαμόγελο μου είπε " Θέλεις να φύγεις κούκλα; Τόσο γρήγορα; Γιατί δεν κάθεσαι κι άλλο θα δεις θα περάσουμε καλά!" Είδα το σκοτεινό βλέμμα του και ένα ρίγος φόβου διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου. " ίσως αλλά πρέπει να φύγω. Μου λες σε παρακαλώ πόσο σου χρωστάω;" " όπως θέλεις. Πάντως να ξέρεις εσύ θα χάσεις. Δώσε μου 8 ευρώ και είμαστε οκ." Έβγάλα αμέσως το πορτοφόλι μου και του έδωσα τα χρήματα. Σηκώθηκα και άρχισα να περπατάω προς την έξοδο όταν άκουσα τον μπάρμαν να μου λέει " και μη χαθείς να μας ξανά' ρθεις!" Επιτάχυνα το βήμα μου χωρίς να του ρίξω ούτε μια ματιά και βγήκα απο το μαγαζί. Η νύχτα ήταν υγρή και μύριζε μούχλα. Περιπλανήθηκα για λίγο στους δρόμους θέλοντας να απολαύσω την ηρεμία της πόλης εκείνη την ώρα. Τα φώτα στα περισσότερα σπίτια ήταν κλειστά όπως και τα παντζούρια και οι κάτοικοι τους θα πρέπει να βρίσκονταν στον πιο γλυκό, ληθαργικό ύπνο! Ένα σκυλί πέρασε απο δίπλα μου και σταμάτησε να με κοιτάξει απορημένο. Σε ένα παγκάκι κάποιος άστεγος κοιμόταν τόσο βαθιά που νόμιζα πως είχε πεθάνει! Οι ρυθμικές όμως αναπνοές του με διαβεβαίωσαν για το αντίθετο. Κοίταξα το ρολόι μου. Περασμένες δύο. Κάπου έπρεπε να περάσω να περάσω τις υπόλοιπες ώρες που έμεναν μέχρι να ξημερώσει. Έβγαλα το πορτοφόλι μου και μέτρησα τα χρήματα που είχα. Έφταναν για ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο αμφίβολης κατηγορίας για μια νύχτα. Αύριο όμως αναρωτήθηκα. Τι ήταν προτιμότερο; Να μείνω όλη την νύχτα στους δρόμους διακινδυνεύοντας την σωματική μου ακεραιότητα ή να περάσω την υπόλοιπη νύχτα σε κάποιο ασφαλή ξενοδοχείο έστω και τρίτης κατηγορίας και το πρωί να σκεφτώ πιο ήρεμη τι έπρεπε να κάνω; Δεν χωρούσε ούτε συζήτηση. Περπάτησα μέχρι το κοντινότερο ξενοδοχείο. Μπήκα μέσα προσπαθώντας να αφουγκραστώ τον παραμικρό θόρυβο αλλά το μόνο που ακούγονταν ομιλίες απο μια τηλεόραση που έπαιζε. Πήγα κοντά στην ρεσεψιόν και είδα έναν ηλικιωμένο άντρα να έχει πάρει τον υπνάκο του στην κόκκινη πολυθρόνα του μπροστά στην τηλεόραση. " Συγνώμη μήπως υπάρχει κάποιο δωμάτιο;" Φώναξα. Ο ηλικιωμένος άντρας αναπήδησε στην καρέκλα του τρομαγμένος. Ύστερα άνοιξε τα νυσταγμένα μάτια του και με κοίταξε περίεργα. Σίγουρα θα αναρωτιόνταν τι ήθελε μια κοπέλα μόνη της τέτοια ώρα στους δρόμους. " Τι με ρώτησες παιδί μου;" " Συγνώμη που σας ενοχλώ τέτοια ώρα αλλά θα ήθελα ένα δωμάτιο για απόψε. Υπάρχει κανένα άδειο;" Εκείνος σηκώθηκε απο την καρέκλα του και προχώρησε προς την ρεσεψιόν. Πήρε 'ένα κλειδί απο το ταμπλό και μου είπε " Ορίστε. Δεν είναι και απο τα καλύτερα που διαθέτω αλλά τέτοια ώρα...." " Τέτοια λόγια." Συμπλήρωσα." Δεν πειράζει μου κάνει." Είπα και πήρα το κλειδί. " Μπορείς να μου δώσεις την ταυτότητα σου σε παρακαλώ για να γράψω τα στοιχεία σου;" " Φυσικά." Άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα το πορτοφόλι μου, πήρα την ταυτότητα μου και του την έδωσα. " Περσεφόνη Δημητρίου!" Το όνομα μου ήχησε παράξενα στα αυτιά μου. Περσεφόνη!! Ποιά άραγε είναι αυτή; Τόσα χρόνια και δεν αναρωτήθηκα ποτέ. Ξαφνικά ένιωσα πως τόσο καιρό στο σώμα μου κατοικούσε μια άγνωστη! Η αλήθεια με τάραξε. Όφειλα να το παραδεχτώ, δεν γνώριζα τον ίδιο τον εαυτό μου!! Πήρα το κλειδί του δωματίου και προχώρησα προς το ασανσέρ. " Τρίτο όροφο είπαμε έτσι;" ρώτησα τον ηλικιωμένο άντρα. " Ναι, πρώτο δωμάτιο δεξιά. Θα το δεις μόλις βγεις απο το ασανσέρ." Με πληροφόρησε εκείνος. Ξάπλωσα στο κρεβάτι. Το δωμάτιο βέβαια θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λίαν επιεικώς 'τρώγλη' όμως δεν ήμουν σε θέση να βρω κάτι καλύτερο. Σε λίγο θα ξημέρωνε και τότε θα έβλεπα τι θα έκανα. Αναδεύτηκα στο κρεβάτι που το στρώμα του ήταν τόσο σκληρό λες και ξάπλωνα στο πάτωμα! Κάρφωσα το βλέμμα μου απέναντι και την προσοχή μου τράβηξε ένα μαύρο σκαθάρι που έκοβε βόλτες στον λερωμένο τοίχο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και η έντονη μυρωδιά της μούχλας μου έφερνε ναυτία! Προσπάθησα να ξεχαστώ όμως οι σκέψεις μου έτρεχαν πίσω, στο παρελθόν. Αλήθεια πως ξεκίνησαν όλα;.........








Ψάχνω να βρω εμένα μέσα από την πύρινη λαίλαπα του μυαλού...
Μέσα από την ομιχλώδη σκέψη!
Στιγμές που έρχονται και χάνονται...
στιγμές που δεν ζω
και η ανυπαρξία τους με στοιχειώνει!!!
Να ξεχάσω, να ξεπεράσω!
Την λήθη αποζητώ...
αλλά οι εικόνες είναι ακόμα εδώ!
Μουδιασμένο σώμα στην δίνη του χρόνου!
Ξεβρασμένες επιθυμίες στα απόκρημνα
βράχια της ζωής...

Και εγώ παραμένω και επιμένω!











Ποιος θα αρνιόνταν μια δεύτερη ευκαιρία;
Μια ευκαιρία για να διορθώσει και να διορθωθεί....
να εξιλεωθεί...
Το δίλημμα τεράστιο! Η δεύτερη ευκαιρία μια!
Και αυτά που θέλουμε να αλλάξουμε πολλά!
Στις παρυφές του νου η μάχη μαίνεται σκληρή, αβυσσαλέα!
Η καρδιά άλλα προσδοκεί...
Η λογική άλλα προστάζει...
Μια δεύτερη ευκαιρία αιωρούμενη παρουσιάζεται
και αυτός που θα το αντιληφθεί θα την καρπωθεί!!









Είμ' επισκέπτης σ' έναν κόσμο απροσκάλεστος
άπληστος, περίεργος κι αόρατος συνάμα
Μια περιουσία από όνειρα, μια άβυσσος, παλιά ιστορία
Ήρθα με τα δώρα μου αντάμα.

Σ' ένα λιβάδι άσπρα άλογα τη χαίτη τους τινάζουν
Κοίτα και πες μου αν έχεις δει ποτέ σου κάτι
ομορφότερο απ' αυτό
Σ' ένα ρεφρέν των τραγουδιών μου θα τα κλείσω
κι ας καλπάζουν πριν κάποιοι τα προλάβουν
γιατί σκοτώνουν τ' άλογα, μωρό μου, όταν γεράσουν.

Μήπως θυμάσαι πότε σε πρωτοσυνάντησα
πρώτη ματιά, πρώτο φιλί και πρώτο χάδι
Να μάθεις ήθελες για μένα, δεν απάντησα
μα βρήκες ο,τι είχα κρύψει στο σκοτάδι.
Δε με πειράζει αν δε με κάλεσαν στο πάρτι τους
δεν ήρθα εδώ νια να χαλάσω τη γιορτή τους
θα χαραμίσω δυο ζεϊμπέκικα για πάρτη τους
κι ώρα καλή τους.

Γι' αυτό σου λέω να θυμάσαι τα παιχνίδια σου
τα παιδικά τραγούδια, τις εικόνες, το άρωμα τους
το άσπρο φόρεμα που κέντησε η μάνα σου
και τα χεράκια σου στα χέρια του μπαμπά σου.

ΚΟΙΤΑ
Σ' ένα λιβάδι άσπρα άλογα τη χαίτη τους τινάζουν
Κοίτα και πες μου αν έχεις δει ποτέ σου κάτι
ομορφότερο απ' αυτό
Σ' ένα ρεφρέν των τραγουδιών μου θα τα κλείσω
κι ας καλπάζουν πριν κάποιοι τα προλάβουν
γιατί σκοτώνουν τ' άλογα, μωρό μου, όταν γεράσουν.






Απάντηση στο παιχνίδι που προσκλήθηκα από την Αναστασία







πόσο πολύ σ' αγάπησα
ποτέ δε θα το μάθεις
απ' τη ζωή μου πέρασες
κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα
κι αγύριστα πουλιά.......







dream on
Dream yourself a dream come true.....










Υπέροχο ντουέτο!!! Μοναδικές ερμηνείες!!!


Καλώ τον jimank1hc να συνεχίσει την μουσική πανδαισία με το δικό του γούστο!

Και όποιος πιστός ας προσέλθει!!

Μια μέρα, ύστερα από μία πολύ σκληρή μάχη ο βασιλιάς Αρθούρος πιάστηκε αιχμάλωτος και οδηγήθηκε στον άρχοντα ενός γειτονικού βασιλείου. Ο νικητής βασιλιάς, συγκινήθηκε από τη γενναιότητα και τον ενθουσιασμό του νεαρού Αρθούρου και του υποσχέθηκε να τον αφήσει ελεύθερο αν κατάφερνε να απαντήσει στο παρακάτω πολύ δύσκολο ερώτημα "τι ακριβώς θέλουν οι γυναίκες;". Ο Αρθούρος θα είχε στη διάθεσή του ένα χρόνο για ν' απαντήσει στο δύσκολο ερώτημα κι αν δεν κατάφερνε να βρει ικανοποιητική απάντηση, θα καταδικαζόταν σε θάνατο. Από τη μέρα εκείνη άρχισε να ρωτάει τους πάντες, κανείς όμως δεν του έδωσε ικανοποιητική απάντηση. Αυτό που του συνέστησαν οι περισσότεροι ήταν να απευθυνθεί σε μια γριά μάγισσα που κατοικούσε στην περιοχή, η οποία σίγουρα θα ήξερε τη σωστή απάντηση, αλλά θα την έδινε έναντι πολύ ακριβού ανταλλάγματος καθ'ό,τι ήταν πασίγνωστη για τις υπέρογκες ανταμοιβές που απαιτούσε. Ο χρόνος περνούσε μέχρι που έφτασε η τελευταία μέρα κι ο βασιλιάς Αρθούρος δεν είχε άλλη επιλογή από το να επισκεφτεί τη γριά μάγισσα και να συμβουλευτεί τη γνώμη της. Η γριά δέχτηκε ν' απαντήσει αλλά μόνο με τον όρο να πάρει για άνδρα της το Gawain, τον πιο γενναίο από τους Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης και καλύτερο φίλο του βασιλιά Αρθούρου. Η ιδέα προκάλεσε φρίκη στο βασιλιά. Η γριά είχε μια γαμψή καμπούρα, ήταν απαίσια, είχε μόνο ένα δόντι, βρώμαγε σα βόθρος, συχνά, δε, έκανε κάτι χυδαίους θορύβους. Δεν είχε συναντήσει ποτέ του ένα τόσο απωθητικό ον. Αρνήθηκε να πληρώσει. Δεν μπορούσε να καταδικάσει τον καλύτερο του φίλο να επωμισθεί για λογαριασμό του ένα τόσο δυσβάστακτο φορτίο. Ο Gawain, πληροφορήθηκε την πρόταση της μάγισσας και ζήτησε ακρόαση από το βασιλιά λέγοντάς του ότι καμία θυσία δεν ήταν γι' αυτόν τόσο μεγάλη προκειμένου να γλυτώσει τη ζωή του Βασιλιά του και της Στρογγυλής Τραπέζης κι ότι ήταν πρόθυμος να δεχτεί τη γριά για γυναίκα του. Έτσι ανακοινώθηκε ο γάμος τους και η γριά απάντησε επιτέλους στο ερώτημα "αυτό που θέλει στην πραγματικότητα μια γυναίκα είναι να είναι αφέντης της ζωής της". Όλοι συμφώνησαν ότι από το στόμα της γριάς μάγισσας βγήκε μια πολύ μεγάλη αλήθεια κι ότι σίγουρα η ζωή του βασιλιά δεν διέτρεχε πλέον κανέναν απολύτως κίνδυνο. Όντως ο γείτονας βασιλιάς χάρισε στον Αρθούρο τη ζωή του και του εγγυήθηκε πλήρη ελευθερία.

Τι έγινε όμως με τον Gawain και τη γριά μάγισσα;

Ο Gawain συμπεριφερόταν όπως πάντα με ευγένεια και γενναιοφροσύνη. Η μάγισσα αντιθέτως επέδειξε τη χειρότερη συμπεριφορά. Έτρωγε με τα χέρια, ρευόταν, αεριζόταν κι έφερνε τους πάντες σε αμηχανία με τη συμπεριφορά της. Την πρώτη νύχτα του γάμου ο Gawain ετοιμαζόταν να περάσει τη χειρότερη νύχτα της ζωής του, γενναίος όμως καθώς ήταν το πήρε απόφαση και εισήλθε στο συζυγικό δωμάτιο. Τότε διαπίστωσε πως τον περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Μπροστά στα μάτια του, στο συζυγικό κρεββάτι ήταν ξαπλωμένη ημίγυμνη, η ομορφότερη γυναίκα που είχε δει ποτέ του. Ο Gawain έμεινε έκθαμβος. Όταν ξαναβρήκε μετά από λίγα λεπτά τη μιλιά του, ρώτησε τη μάγισσα τι ακριβώς της είχε συμβεί. Η μάγισσα του απάντησε πως ήταν πολύ γλυκός κι ευγενικός μαζί της, όταν είχε την απωθητική της μορφή και γι'αυτό θέλησε να του δείξει και την άλλη της μορφή, την όμορφη, κι ότι τη μέρα θα είχε τη μία και τη ν'υχτα την άλλη. Τον ρώτησε, λοιπόν, ποια από τις δύο μορφές επιθυμούσε να έχει τη μέρα και ποια τη νύχτα. Τι οδυνηρό δίλημμα! Ο Gawain μπήκε σε σκέψεις. Τι να 'ταν καλύτερο; "Να 'χει στο πλευρό του μια πανέμορφη γυναίκα τη μέρα, τότε που τον βλέπουν οι φίλοι του κι όλος ο κόσμος και μια κακάσχημη και απωθητική μπαμπόγρια τη νύχτα" ή "να 'χει μια μπαμπόγρια τη μέρα και τη νύχτα να χαίρεται τη συντροφιά μιας τόσο πανέμορφης και γοητευτικής νεάνιδος"; Εσείς τι θα διαλέγατε; Η τελική επιλογή του Gawain απέχει μόλις ελάχιστες σειρές αλλά μην απαντήσετε αν δεν επιλέξετε τη δική σας απάντηση.
/
/
/
/

Ο Gawain είπε στη μάγισσα ότι θα την άφηνε αυτή να επιλέξει για τον εαυτό της. Μόλις το άκουσε αυτό, η μάγισσα του χαμογέλασε και του ανακοίνωσε ότι θα ήταν όμορφη όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα επειδή τη σεβάστηκε και την άφησε να είναι αφέντης του εαυτού της.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.









As soon as you are born they make you feel small,
By giving you no time instead of it all,
Till the pain is so big you feel nothing at all,
A working class hero is something to be,
They hurt you at home and they hit you at school,
They hate you if you're clever and they despise a fool,
Till you're so crazy you can't follow their rules,
A working class hero is something to be,
When they've tortured and scared you for twenty odd years,
Then they expect you to pick a career,
When you can't really function you're so full of fear,
A working class hero is something to be,
Keep you doped with religion and sex and TV,
And you think you're so clever and classless and free,
But you're still peasant as far as I can see,
A working class hero is something to be,
There's room at the top they are telling you still,
But first you must learn how to smile as you kill,
If you want to be like the folks on the hill,
A working class hero is something to be.









Κάθε φορά που κοιτάζομαι στον καθρέφτη
Όλες οι γραμμές του προσώπου μου γίνονται πιο διαυγείς
Το παρελθόν έχει φύγει
Πέρασε όπως η σκόνη στο ξημέρωμα
Δεν είναι αυτός ο τρόπος
Όλοι πρέπει στην ζωή τους να πληρώσουν κάποια χρέη!

Ξέρω ότι κανένας δεν γνωρίζει
Από που έρχεται και πού πηγαίνει
Ξέρω πως κανένας δεν είναι αναμάρτητος
Πρέπει να χάσεις για να μάθεις πώς να κερδίζεις!

Η μισή ζωή μου είναι γραμμένη στις σελίδες ενός βιβλίου
Ζήσε και και γίνε καλύτερος από τις πράξεις των σοφών και των ανόητων!
Ξέρεις πως είναι αλήθεια ότι
όλα τα πράγματα επιστρέφουν σε εσένα!

Τραγούδησε μαζί μου, τραγούδησε για τα χρόνια
για το γέλιο, για τα δάκρυα
Τραγούδησε μαζί μου για το σήμερα
Ίσως αύριο ο Θεός μας πάρει μακριά!


Ονειρέψου τον εαυτό σου μέσα σε ένα όνειρο
που μπορεί να πραγματωθεί!
Ονειρέψου μέχρι να πραγματοποιηθεί...










Όνειρα, ελπίδες, προσδοκίες σ' ένα πολύχρωμο μπαλόνι που λέγεται 'ζωή'!

Το παρασέρνει ο άνεμος, το στροβιλίζει η δίνη της θύελλας, το μαστιγώνει η
καταιγίδα!

Ένα παιδικό χεράκι μικρό και τρυφερό κρατάει το μπαλόνι απο ένα σχοινί.

Ο άνεμος όμως είναι δυνατός,η θύελλα άγρια και η καταιγίδα καταρρακτώδης!

Και το χεράκι ταλαντεύεται, παλεύει και αγωνίζεται για τα όνειρα, τις ελπίδες και τις προσδοκίες.

Ακόμα και αν ο αγώνας αυτός μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή και η νίκη να μη έρθει ποτέ.....













Υπάρχουν πολλοί δρόμοι για έναν αν8ρωπο,
αλλά ο πραγματικός δικός του δρόμος είναι αυτός που,
αν τον ακολουθήσει,
ο πόθος του μεγαλώνει!









Δεν φοβάμαι την μοναξιά…

Φοβάμαι την σιωπή της νύχτας….

Και το τραγούδι της φυγής…..

Και τα λόγια εκείνα που δεν τόλμησα να φωνάξω….

Όλα γύρω μου …

Όλα μέσα μου….

Κόκκινες χορδές μιας παγωμένης ευτυχίας…







Άλλη μια μέρα που ψάχνω το πόμολο της πόρτας …


Να φύγω…


Χωρίς προορισμό …


Με μια Ιθάκη στην καρδιά φυλαγμένη σαν φωτεινό άστρο να με οδηγήσει στην άκρη ενός ονείρου…


Τα βήματα μου αφήνουν σημάδια στους δρόμους,

στις καρδιές,

στα μάτια,

στα σώματα…


Κανένα δεν μου αρκεί….

Κανένας προορισμός δεν είναι αρκετός …

Όλοι μοιάζουν με απλές στάσεις χωρίς τερματικό σταθμό…

Χαμένος κι αυτός μέσα στην συντομία όλων …


Έρχομαι και φεύγω…

Γυρίζω και ξανά χάνομαι…


Άλλη μια μέρα ψάχνω το πόμολο της πόρτας ….

Να με οδηγήσει στην άκρη του χαμένου ονείρου…..







Η δυσκολία με την μοναξιά είναι ότι δεν μ αφήνει ποτέ μόνη.

Πως να γλυτώσω απ το χάος και την τραγωδία όταν με πλημμυρίζει με σκέψεις κι αισθήματα...

Ούτε μόνο για λίγα λεπτά μόνη χωρίς απολύτως τίποτε..

ΛΚ






Σε κοιτάζω καθώς περνάς…
Δεν σου μίλησα ποτέ….
Δεν θα το κάνω ποτέ…..
Μου αρκεί…
Αρκεί να αναπνέω τον ίδιο αέρα καθώς περνάς…
να βαδίζω εκεί που άφησες τα χνάρια σου…
Μου αρκεί….υπάρχεις;
Ναι υπάρχεις κι ας μην σ έχω αγγίξει ποτέ….

….σου αφήνω ένα κόκκινο σημάδι στον καθρέφτη σου….
….σ΄αναζητώ …..για όσους το νιώθουνε…



Glitter Graphics





Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να αλλάξει...
Όλα μοιάζουν στάσιμα και αδρανεί...
Θαρρείς και σταμάτησε ακόμη και η γη την τρελή πορεία της....
Θέλω να φωνάξω με όση δύναμη μου μένει...
Όση δύναμη χωρά στην κουρασμένη αναπνοή μου...
Θα αλλάξει ποτέ;
Υπάρχει δρόμος άλλος εμπρός μου;
Ένας απέραντος μονόδρομος που τον βαδίζω εγώ και ο εαυτός μου....
Χρόνια τώρα τα βήματα μου έγιναν γνώριμα....
Δεν θα πω κουράστηκα...
Είναι λίγο, δεν φτάνει....
Δεν κουράστηκα απλά...
Μούδιασαν οι κινήσεις μου...
Πάντα εγώ
Ο εαυτός μου
Και αυτοί οι τέσσερις τοίχοι.....
Εγώ και ο εαυτός μου...
Συνοδοιπόροι σε ένα ταξίδι μοναξιάς....
Δεν θα κλάψω...
Όχι πάλι απόψε...
Δεν αρκεί....
Πλημμύρα που με πνίγει....
Μέσα μου,
Γύρω μου....
Εγώ
Ο εαυτός μου
Και αυτοί οι τέσσερις τοίχοι....

Θα μπορούσες να με καταλάβεις ποτέ....;
Ποτέ....