Να ‘χε γνωρίσει έναν Αρίστο που δε θ’ ανήκε σε κάποια άλλη;

Και τι θα γινότανε αν τον ακολουθούσε και ο έρωτας έσβηνε σιγά σιγά κι η Στέλλα γινότανε μια ακόμη νοικοκυρούλα που δε θα ‘χε χρόνο να ‘ναι διαφορετική;

Ή αν ο Αρίστος μετά από λίγο σταματούσε να τραγουδάει και να μιλάει για έρωτα κι άρχιζε να της μιλάει μοναχά για τη δουλειά του, ενώ αυτή θα λαχταρούσε τα λόγια, τις ματιές, τις αγκαλιές και τα φιλιά του πρώτου τους έρωτα;

Και αν δεν είχε γνωρίσει κανέναν Αρίστο;

Κανέναν έρωτα, κανένα παραμύθι; Τι θα ‘ταν τώρα; Ίσως θα ‘χε παντρευτεί κάποιον άλλο, δε θα ‘χε συναντήσει πουθενά τα όνειρα που έκανε παιδούλα, θα τα ‘χε προ πολλού ξεχάσει, δε θα τα αναζητούσε καν….

Και θα ‘τανε μια άλλη Στέλλα.

Ή θα ‘ταν πάλι μόνη της, απλά να γερνάει και να σκέφτεται με ακόμη μεγαλύτερο καημό ότι ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δε λάτρεψε και δε λατρεύτηκε, δε στέναξε, δεν έκλαψε από αυτό το γλυκό, σαν ζεστό αίμα, πόνο του έρωτα, που σε στέλνει κατευθείαν στα πιο βαθιά σου τρίσβαθα.